Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πέπτω [pépto] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (σπάν.) κάνω πέψη.
[λόγ. < αρχ. πέπτω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεπτωκότες οι [peptokótes] Ο2 : (εκκλ.) ονομασία των χριστιανών που κατά την εποχή των διωγμών αρνούνταν τη χριστιανική πίστη: Mετάνοια / επιστροφή των πεπτωκότων.
[λόγ. < αρχ. πεπτωκότες (η σημερ. σημ. ελνστ.) μππ. του ρ. πίπτω]



