Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πέπρωται
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέπρωται [péprote] Ρ πρτ. πέπρωτο, επέπρωτο* : (λόγ.) είναι γραφτό, ορισμένο από τη μοίρα.

[λόγ. < αρχ. πέπρωται]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go