Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάστωμα το [pástoma] Ο49 : η ενέργεια του παστώνω. 1. η διατήρηση τροφίμων μέσα σε αλάτι ή άρμη: Tο ~ της σαρδέλας. || (οικ., ειρ.) υπερβολικό αλάτισμα. 2. (μτφ., οικ., ειρ.) α. υπερβολική χρήση καλλυντικών του προσώπου. β. μεγάλος συνωστισμός, στρίμωγμα σε μικρό χώρο.
[παστώ(νω) -μα]



