Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πάνοπλος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάνοπλος -η -ο [pánoplos] Ε5 : 1.που έχει επάνω του, κρατά, όλο τον οπλισμό του: Πάνοπλοι στρατιώτες / φρουροί. || πλήρως και επαρκώς εξοπλισμένος: ~ στρατός. 2. (μτφ.) που έχει όλα τα εφόδια, τα προσόντα κτλ., για να αντιμετωπίσει κατάσταση ή περίσταση: Bγήκε στον αγώνα της ζωής ~.

[λόγ. < αρχ. πάνοπλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go