Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πάνιν το,
- βλ. παώνιν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάνινος -η -ο [páninos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από πανί· υφασμάτινος: Πάνινη τσάντα. Πάνινα παπούτσια.
[παν(ί) -ινος]



