Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάμπολλοι -ες -α [pámboli] Ε5 : πάρα πολλοί· τόσοι και τόσοι· πάρα πολλοί και διάφοροι· χίλιοι δυο: Πάμπολλα είδη. Πάμπολλες περιπτώσεις.
[λόγ. < αρχ. πάμπολυς, πληθ. πάμπολλοι]



