Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πάμπολλα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
πάμπολλα, επίρρ.
  • Πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό:
    • Ω αδελφή μας πάμπολλα ηγαπημένη (Διγ. Άνδρ. 32219
    • επαρεκάλει πάμπολλα (Διγ. Z 3671).

[πληθ. ουδ. του επιθ. πάμπολυς ως επίρρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go