Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πάλλευκος, επίθ.· πάνλευκος.
-
- Κάτασπρος:
- περιστερά μου πάνλευκη (Διγ. A 1972).
[αρχ. επίθ. πάλλευκος. Ο τ. μτγν. Η λ. και σήμ.]
- Κάτασπρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάλλευκος -η -ο [pálefkos] Ε5 : ολόλευκος, κατάλευκος.
[λόγ. < αρχ. πάλλευκος]



