Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οψέποτε, επίρρ.
-
- Κάποτε στο μέλλον· κάπ. στιγμή αργότερα:
- (Γλυκά, Στ. 359)·
- παρακαθήμενος (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) τῃ Πόλει εγγύς τριετίας, ουκ ίσχυσε λαβείν αυτήν …· όμως οψέποτε παρῃτήσατο αυτήν και απήλθεν (Έκθ. χρον. 321).
[<συνεκφ. οψέ ποτέ (4. αι., L‑S, λ. πότε III 2). Τ. οψεπότε και οψεποτέ σε έγγρ. του 12. αι. Η λ. τον 9. αι. και σήμ. (ΑΛΝΕ)]
- Κάποτε στο μέλλον· κάπ. στιγμή αργότερα:



