Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οχυρός, επίθ.· οχερός.
-
- α) Δυνατός, στερεός:
- (Αχιλλ. (Smith) N 989)·
- β) (για τόπο) ασφαλής:
- (Χρον. Τόκκων 1705)·
- γ) οχυρωμένος, εξοπλισμένος:
- (Παρασπ., Βάρν. C 351)·
- δ) ισχυρός, φοβερός, εξοντωτικός:
- οχυρότατα όπλα (Διγ. Gr. 2769)·
- Λιμός τους ήλθεν οχυρός, … οι πάντες εξαλείφθησαν (Χρον. Τόκκων 3214)·
- Το ουδ. ως ουσ. = οχύρωση:
- πολεμούντων και μη δυναμένων τι ποιήσαι διά το οχυρόν της πόλεως (Ιστ. πολιτ. 571).
[αρχ. επίθ. οχυρός. Η λ. και σήμ.]
- α) Δυνατός, στερεός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οχυρός -ή -ό [oxirós] Ε1 : (για τόπο, πόλη κτλ.) που είναι διαμορφωμένος φυσικά ή τεχνητά έτσι, ώστε να έχει αυξημένη αμυντική ικανότητα: Tα στενά των Tεμπών, μια φύσει οχυρή τοποθεσία. Οι Ρωμαίοι διέθεταν πολιορκητικές μηχανές για την κατάληψη οχυρών πόλεων. || (ως ουσ.) το οχυρό*.
[λόγ. < αρχ. ὀχυρός]



