Combined Search
| 101 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οχ [óx] επιφ. : (προφ.) δηλώνει κούραση, πόνο, απελπισία, έντονη δυσαρέσκεια, αδιαφορία κτλ.: ~, Θεέ μου! ~ τι καημός είναι αυτός! ~ ξέχασα να του τηλεφωνήσω! || (ως ουσ.): Ένα ~ βγαίνει από μέσα του, για μεγάλη στενοχώρια.
[ηχομιμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- οχ, πρόθ.,
- βλ. εκ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οχαδερφισμός ο [oxaδerfizmós] Ο17 (χωρίς πληθ.) : συμπεριφορά, τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από αδιαφορία, έλλειψη ενεργητικότητας, αποποίηση ευθυνών κτλ.
[λόγ. < φρ. οχ αδερφ(έ) -ισμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- οχεθρός ο,
- βλ. εχθρός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οχεία η [oxía] Ο25 : (λόγ., για αρσ. ζώο) ζευγάρωμα με το θηλυκό.
[λόγ. < αρχ. ὀχεία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όχεντρα η [óxendra] Ο27α : (λαϊκότρ.) η οχιά.
[μσν. όχεντρα ίσως < αρχ. ἔχιδνα ( [e > o] από παρετυμ. όφις, και -εντρα από παρετυμ. σκολόπεντρα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- όχεντρα η· όντρα.
-
- Οχιά:
- ο κόρακας φαίνεται από την μαυράδαν του και η όχεντρα από το φαρμάκιν (Χρονογρ. 245)·
- (σε μεταφ.):
- η μέθη είναι οχέντρα τυφλή με δίχως μάτια (Ιστ. Βλαχ. 2097).
- Η λ. στον τ. Οχέντρες ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 2541‑2).
[<πιθ. ουσ. έχεντρα <αρχ. έχιδνα με επίδρ. του ουσ. σκολόπεντρα. Τ. έχενδρα και όχενδρα στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. Τ. όχιντρα σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ)]
- Οχιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- οχερός, επίθ.,
- βλ. οχυρός.
[Λεξικό Κριαρά]
- οχέρωμα το,
- βλ. οχύρωμα.
[Λεξικό Κριαρά]
- όχεσκε, μόρ.,
- βλ. όχισκε.



