Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οφθαλμοφανώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οφθαλμοφανώς, επίρρ.
  • 1)
    • α) Με τα ίδια (μου, σου …) τα μάτια:
      • ορίζει να του φέρουσι εμπρός του τους Ρωμαίους να τους ιδεί οφθαλμοφανώς (Χρον. Μορ. H 5480
    • β) προκ. για κάπ. ή κ. που φανερώνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί κανείς να το(ν) δει με τα ίδια του τα μάτια:
      • οφθαλμοφανώς εφάνη ο μέγας Δημήτριος και … ελύτρωσε την Θεσσαλονίκην (Εγκ. αγ. Δημ. 109163).
  • 2) Ξεκάθαρα, φανερά:
    • Εγώ θεωρώ οφθαλμοφανώς ο ρήγας αγαπά σας (Χρον. Μορ. H 8517).

[μτγν. επίρρ. οφθαλμοφανώς. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες