Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουτοπιστής ο [utopistís] Ο7 θηλ. ουτοπίστρια [utopístria] Ο27 : χαρακτηρισμός γι΄ αυτόν που δημιουργεί μια ουτοπία ή πιστεύει σε ουτοπίες: Οι ουτοπιστές της παγκόσμιας επανάστασης / της πλήρους ισότητας / της διαρκούς ειρήνης. || (ως επίθ.): Ουτοπιστές σοσιαλιστές, οι σοσιαλιστές πριν από το Mαρξ.
[λόγ. < γαλλ. utopiste < utop(ie) = ουτοπ(ία) -iste = -ιστής· λόγ. ουτοπισ(τής) -τρια]



