Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ουσιακός
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ουσιακός, επίθ.
  • Που ανήκει ή αναφέρεται στην περιουσία κάπ., περιουσιακός:
    • Όσαι δε (ενν. υπηρεσίαι, δουλείαι και εγγαρείαι αυθεντικαί) είναι εις κτήσεις τινάς και περιουσίας … λέγονται ουσιακαί (Zygomalas, Synopsis 228 Λ. 51).

[μτγν. επίθ. ουσιακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go