Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ουρολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρολόγος ο [urolóγos] Ο18 θηλ. ουρολόγος [urolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στην ουρολογία.

[λόγ. < γαλλ. urologue < uro(logie) = ουρο (λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go