Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ουνίτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουνίτης ο [unítis] Ο10 θηλ. ουνίτισσα [unítisa] Ο27 : οπαδός της ουνίας: Ρώσος / Bούλγαρος ~. || (ως επίθ.): ~ κληρικός.

[λόγ. ουν(ία) -ίτης με βάση το ρωσ. unijat (δες στο ουνίαουνίτ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go