Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουλαμαγός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουλαμαγός ο [ulamaγós] Ο17 : (στρατ.) αυτός που διοικεί έναν ουλαμό.

[λόγ. ουλαμ(ός) + -αγός κατά το λοχαγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες