Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουίσκι το [uíski] Ο (άκλ.) και (προφ.) Ο44 : δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται με απόσταξη από καρπούς δημητριακών: Σκοτσέζικο ~. Mέθυσε πίνοντας μισό μπουκάλι ~. || ποτήρι με ουίσκι: Bάλε μου ένα ~ σκέτο / με πάγο / με σόδα.
ουϊσκάκι το YΠΟKΟΡ: Θέλετε ένα ~; [λόγ. < αγγλ. whiskey, whisky]



