Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οσφυοκάμπτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οσφυοκάμπτης ο [osfiokámptis] Ο10 : (λόγ., μειωτ.) για άνθρωπο δουλοπρεπή και αναξιοπρεπή.

[λόγ. οσφύ(ς) -ο- + κάμπ(τω) -της]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες