Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οστρακόδερμα τα· οστρακοδέρματα.
-
- Τάξη υδρόβιων ζώων που περιβάλλονται από όστρακο, οστρακοειδή:
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 431)·
- στάκτη των οστρακοδερμάτων, ήγουν κοχύλων, οστρειδίων και άλλων ομοίων (Αγαπ., Γεωπον. 170).
[αρχ. ουσ. οστρακόδερμα. Ο τ. (πβ. επίθ. οστρακοδέρματος στο Steph.) με επίδρ. του πληθ. δέρματα του ουσ. δέρμα. Η λ. και σήμ.]
- Τάξη υδρόβιων ζώων που περιβάλλονται από όστρακο, οστρακοειδή: