Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οστούν το· οστέον· πληθ. οστία.
-
- 1) Κόκαλο:
- (Προδρ. IV 623), (Γεωργηλ., Βελ. Λ 504), (Πόλ. Τρωάδ. 4117).
- 2) Ελεφαντόδοντο:
- ο ελέφας … ταύτα προσεφθέγξατο …: « … τα οστέα μου ποιούν μεγάλας χρείας …» (Διήγ. παιδ. 914).
- 3)
- α) Κέρατο ελαφιού:
- οστέον αυτού (ενν. ελάφου) εάν θυμιάσει τις, ουδέποτε οσμήν δράκοντος θεωρήσεις (Φυσιολ. (Kaim.) 10011)·
- β) (προκ. για το στερεό σωματίδιο που βρισκόταν μερικές φορές στην καρδιά του ελαφιού και θεωρούνταν ισχυρό φάρμακο):
- το οστούν του ελάφου και το οστούν της καρδίας βράσον και δος πιείν (Σταφ., Ιατροσ. 342).
- α) Κέρατο ελαφιού:
- 4) Πυρήνας καρπού, κουκούτσι:
- Του φοινικίου το οστέον έχει ωσάν τσίπαν (Σταφ., Ιατροσ. 7).
- Έκφρ.
- Οστούν εκ των οστέων μου = προκ. για κατιόντες συγγενείς (βλ. και Π.Δ. Γέν. 2, 23):
- (Κομν. Διδασκ. Δ 8).
- Φρ.
- Άπτομαι (τινός) μέχρις οστών = συγκινώ κάπ. βαθύτατα:
- (Notizb. 76).
[αρχ. ουσ. οστέον. Ο πληθ. οστία ήδη μτγν. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Τ. οστό σήμ.]
- 1) Κόκαλο:



