Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οσιομάρτυρας ο [osiomártiras] Ο5 θηλ. οσιομάρτυρας [osiomártiras] : (εκκλ.) όσιος που πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, επειδή αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη του.
[λόγ. < μσν. οσιομάρτυς, αιτ. -υρα < όσι(ος) -ο- + μάρτυς· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]



