Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορφισμός ο [orfizmós] Ο17 : μυστηριακή θρησκευτική διδασκαλία της ελληνικής αρχαιότητας που στηριζόταν στη διδασκαλία η οποία αποδιδόταν στον Ορφέα.
[λόγ. < γαλλ. orphisme < Οrph(ée) < λατ. Οrpheus < αρχ. Ὀρφ(εύς) -isme = -ισμός]