Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορμαθός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορμαθός ο [ormaθós] Ο17 : (λόγ.) 1. αρμαθιά: ~ κλειδιών. 2. (μτφ.) για μεγάλο πλήθος: ~ ψευδών ειδήσεων / ανοησιών.

[λόγ. < αρχ. ὁρμαθός]

[Λεξικό Κριαρά]
ορμαθός ο, (Δούκ. 5719, 655, 34919 δις).

[αρχ. ουσ. ορμαθός. Η λ., καθώς και τ. αρμαθός, σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες