Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ορθοφροσύνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορθοφροσύνη η [orθofrosíni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) λογική ή ορθή σκέψη.

[λόγ. ορθο(φρονώ) -φροσύνη κατά το σχ.: σωφρονώ - σωφροσύνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go