Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οργανωτής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οργανωτής ο [orγanotís] Ο7 θηλ. οργανώτρια [orγanótria] Ο27 : αυτός που οργανώνει κτ.: Ο ~ μιας γιορτής / μιας απεργίας. H κυβέρνηση κάλεσε ξένους ειδικούς ως οργανωτές του στρατού.

[λόγ. οργανω- (δες οργανώνω) -τής· λόγ. οργανω(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go