Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οργανίστας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οργανίστας ο [orγanístas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : αυτός που παίζει το βασικό όργανο ενός μουσικού συγκροτήματος.

[όργαν(ο) -ίστας (διαφ. το ιταλ. organista `οργανιστής΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go