Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οργανίστας ο [orγanístas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : αυτός που παίζει το βασικό όργανο ενός μουσικού συγκροτήματος.
[όργαν(ο) -ίστας (διαφ. το ιταλ. organista `οργανιστής΄)]



