Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπώρα η [opóra] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) το φρούτο.
[λόγ. < αρχ. ὀπώρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- οπώρα η· 'πώρα· υπώρα.
-
- 1)
- α) Φρούτο, οπωρικό:
- (Ριμ. Βελ. ρ 126), (Ιατροσόφ. 4214)·
- (σε μεταφ.):
- Δεν ξεύρεις ότι 'πώρα ’μαι και πάντες με αγαπούσιν (Ερωτοπ. 427)·
- (σε παροιμ. φρ.):
- την πολλήν ασέλγειαν Σοδόμων και Γομόρρας αυτός την ανακαίνισεν σαν να 'τρωγαν οπώρας (Ιστ. Βλαχ. 2738)·
- β) (περιληπτ.) φρούτα:
- οπώραν πανεξαίρετην εσύνηθαν εστίειν (Πόλ. Τρωάδ. 2853).
- α) Φρούτο, οπωρικό:
- 2) (Σε προσφών. αγαπημένου προσώπου):
- Λουλουδούσα μου γλυκιά, ω της καρδιάς μου 'πώρα (Φαλιέρ., Ιστ. 743).
[αρχ. ουσ. οπώρα. Ο τ. υπ‑ ήδη μτγν. (L‑S Suppl., στη λ.). Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]
- 1)



