Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οπορτουνιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπορτουνιστής ο [oportunistís] Ο7 θηλ. οπορτουνίστρια [oportunístria] Ο27 : (πολ.) χαρακτηρισμός πολιτικού που η πολιτική του χαρακτηρίζεται από οπορτουνισμό.

[λόγ. < γαλλ. opportuniste (-iste = -ιστής)· λόγ. οπορτουνισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go