Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οπλοχρησία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπλοχρησία η [oploxrisía] Ο25 : (νομ.) χρησιμοποίηση όπλου σε διάπραξη αδικήματος: Kαταδικάστηκε για παράνομη οπλοφορία και ~.

[λόγ. οπλο- + χρήσ(ις) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go