Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οπλοφόρος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπλοφόρος ο [oplofóros] Ο18 : αυτός που οπλοφορεί, που είναι οπλισμένος: Άγνωστοι οπλοφόροι λήστεψαν μία τράπεζα.

[λόγ. < αρχ. ὁπλοφόρος `οπλισμένος, στρατιώτης΄]

[Λεξικό Κριαρά]
οπλοφόρος, επίθ.
  • Που φέρει όπλα, ένοπλος:
    • άνδρας … οπλοφόρους (Ερμον. Χ 152
    • (σε μεταφ.):
      • ο λογισμός μου ίσταται άγγελος οπλοφόρος (Ριμ. Βελ. ρ 554).

[αρχ. επίθ. οπλοφόρος. Το αρσ. και σήμ. ως ουσ. (Κριαρ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go