Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οπλοθήκη
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
οπλοθήκη η.
  • 1) Αποθήκη όπλων, οπλοστάσιο:
    • (Βίος Αλ. 3241).
  • 2) (Συνεκδ.) οπλισμός:
    • εισήλθον (ενν. οι ένοπλοι) εντός της πόλεως … συν πάσῃ τῃ οπλοθήκῃ (Δούκ. 6915).

[αρχ. ουσ. οπλοθήκη. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go