Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπισθοφυλακή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπισθοφυλακή η [opisθofilakí] Ο29 : το τμήμα του στρατού που κατά τη διάρκεια της πορείας ακολουθεί τελευταίο με προορισμό την κάλυψη των υπόλοιπων τμημάτων. ANT εμπροσθοφυλακή: Ο εχθρός υποχωρεί δίνοντας σκληρές μάχες οπισθοφυλακών, για να αποχωρήσουν τα υπόλοιπα τμήματα.

[λόγ. οπισθο(φύλαξ) -φυλακή μτφρδ. γαλλ. arrière-garde (σύγκρ. αρχ. ὀπισθοφυλακία, ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες