Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπισθογραφώ [opisθóγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : μεταβιβάζω συγκεκριμένο δικαίωμα με οπισθογράφηση: Οπισθογραφημένη συναλλαγματική.
[λόγ. οπισθο(γράφησις) -γραφώ κατά το μονογραφώ (αναδρ. σχημ.)]



