Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οπισθογραφώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπισθογραφώ [opisθóγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : μεταβιβάζω συγκεκριμένο δικαίωμα με οπισθογράφηση: Οπισθογραφημένη συναλλαγματική.

[λόγ. οπισθο(γράφησις) -γραφώ κατά το μονογραφώ (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go