Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οπινιόν
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
οπινιόν η· οπενιούν· οπινιού.
  • Γνώμη, άποψη για κ.:
    • (Βουστρ. 9213
    • με το τεσταμέντο μου … να 'χω ορδινιασμένα κάποια πράγματα κατά την οπινιόν οπού είχα ετότες (Διαθ. 17. αι. 47).

[<ιταλ. opinione. Ο τ. οπενιούν <γαλλ. opinion· πβ. ωστόσο παλαιότ. ιταλ. openione και oppenione, καθώς και βεν. peniun. Η λ. στο Meursius]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go