Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οξύμετρο το [oksímetro] Ο40 : όργανο με το οποίο μετριέται η περιεκτικότητα ορισμένων υγρών (γάλακτος, λαδιού κτλ.) σε οξέα· (πρβ. γράδο).
[λόγ. οξυμετρ(ία) -ον (αναδρ. σχημ.)]



