Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ονομάς
11 items total [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
ονομάς ο.
  • Γαϊδούρι:
    • χίλιους είχεν (ενν. ο Πτωχολέων) καμήλους, ονομάδες τε χιλίους (Πτωχολ. P 20).

[<ουσ. όνος με επίδρ. του ουσ. νομάς· πβ. Π.Δ. Ιώβ 1, 3]

[Λεξικό Κριαρά]
ονομασθός, επίθ.,
βλ. ονομαστός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονομασία η [onomasía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ονομάζω. 1. το όνομα ορισμένου τόπου, πράγματος κτλ. ή μιας ομάδας προσώπων, ζώων, πραγμάτων κτλ. που έχουν κοινά χαρακτηριστικά: Επιστημονικές ονομασίες ζώων / φυτών. 2. η επίσημη απονομή ορισμένου τίτλου, βαθμού, αξιώματος κτλ. σε κπ.: Tελετή για την ~ των νέων ανθυπολοχαγών.

[λόγ. < αρχ. ὀνομασία `όνομα, έκφραση΄ σημδ. γαλλ. nomination]

[Λεξικό Κριαρά]
ονομασία η.
  • Όνομα, ονομασία:
    • (Ερμον. Ν 318).

[αρχ. ουσ. ονομασία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονομαστική η [onomastikí] Ο29 : (γραμμ.) η πτώση των κλιτών μερών του λόγου (και συγκεκριμένα του άρθρου, του ουσιαστικού, του επιθέτου, της αντωνυμίας και της μετοχής) με την οποία δηλώνεται το υποκείμενο: ~ ενικού / πληθυντικού αριθμού. Σχηματισμός / χρήση της ονομαστικής. H ~ ως υποκείμενο / κατηγορούμενο / προσδιορισμός. Σύνταξη της ονομαστικής με προθέσεις.

[λόγ. < ελνστ. ὀνομαστική]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονομαστικοποίηση η [onomastikopíisi] Ο33 : (οικον.) η μετατροπή ανώνυμου χρηματικού τίτλου σε ονομαστικό: ~ μετοχών.

[λόγ. ονομαστικ(ός) -ο- + -ποίη(σις) -ση]

[Λεξικό Κριαρά]
ονομαστικός, επίθ.
  • Ονομαστός, διάσημος:
    • Τοις ονομαστικοίς και ευγενέσι γέρουσι (Ωροσκ. 4011).

[αρχ. επίθ. ονομαστικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονομαστικός -ή -ό [onomastikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το όνομα ενός ή περισσότερων προσώπων: H ονομαστική γιορτή* κάποιου. α. που γίνεται με τη χρήση του ονόματος κάποιου: Ονομαστική πρόσκληση. Tο νομοσχέδιο ψηφίστηκε με ονομαστική ψηφοφορία. β. που περιλαμβάνει ονόματα προσώπων: ~ κατάλογος. Ονομαστική κατάσταση. 2. (οικον.) α. (για τίτλο) που εκδίδεται στο όνομα ενός ορισμένου προσώπου. ANT ανώνυμος: Ονομαστικές μετοχές. β. που ισχύει ή υπάρχει μόνο τυπικά. ANT πραγματικός: Ονομαστικό κεφάλαιο. ~ μισθός, που συμπεριλαμβά νει και τις κρατήσεις. || ANT τρέχων: H ονομαστική αξία ενός τραπεζογραμματίου / ομολόγου. ονομαστικά & ονομαστικώς ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 1α.

[λόγ. < αρχ. ὀνομαστικός `που ανήκει στο ονομάτισμα΄ σημδ. γαλλ. nominatif, nominal· λόγ. < ελνστ. ὀνομαστικῶς]

[Λεξικό Κριαρά]
ονομαστός, επίθ.· ονομασθός.
  • Ονομαστός, ξακουστός, φημισμένος:
    • (Διγ. Gr. 3084), (Έκθ. χρον. 6618).

[αρχ. επίθ. ονομαστός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονομαστός -ή -ό [onomastós] Ε1 : που είναι πολύ γνωστός· ξακουστός: Ονομαστά προϊόντα, για την πολύ καλή τους ποιότητα. Tα ονομαστά αγιορείτικα κρασιά. || (για πρόσ.) διάσημος: ~ ηγέτης / στρατηλάτης / καλλιτέχνης / επιστήμονας. Ο αυτοκράτορας Nέρων έγινε ~ για τη θηριωδία του.

[λόγ. < αρχ. ὀνομαστός]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go