Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομόλογο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομόλογο το [omóloγo] Ο40 : (οικον.) ανώνυμος τίτλος που αντιπροσωπεύει ορισμένο ποσοστό ενός δανείου και εξοφλείται μετά τη λήξη στην ονομαστική του τιμή: Ομόλογα του ελληνικού δημοσίου.

[λόγ. < αρχ. ὁμόλογον ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ὁμόλογος (μσν. σημ.: `συνθήκη΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
ομόλογον το.
  • Συμφωνητικό· σύμβαση, συνθήκη:
    • (Χρον. Μορ. H 689).

[ουδ. του αρχ. επίθ. ομόλογος ως ουσ. Η λ. σε επιγρ. και σήμ (‑ο) κοιν. και ιδιωμ., όπου και άλλοι τ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομόλογος -η -ο [omóloγos] Ε5 : 1. που έχει κοινά στοιχεία (αίτια, ιδιότητες, προορισμό κτλ.) με κπ. ή με κτ. άλλο: Ομόλογα φαινόμενα / γεγονότα, συναφή. || (ως ουσ.) ο ομόλογος, πρόσωπο που έχει το ίδιο (υψηλό) αξίωμα σε άλλη χώρα: Ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο Γάλλος ομόλογός του. Στο περιθώριο της συνδιάσκεψης ο υπουργός εξωτερικών θα συναντηθεί με τον Iταλό ομόλογό του. 2. (επιστ.) α. (χημ.) Ομόλογες ενώσεις, σειρά χημικών ενώσεων, από τις οποίες η καθεμία προέρχεται από την προηγούμενη με την προσθήκη ορισμένων στοιχείων. β. (μαθημ.) Ομόλογα ποσά, σειρά ποσών που το καθένα προέρχεται από το προηγούμενο με πολλαπλασιασμό. γ. (βιολ.) που έχει ανάλογη δομή ή λειτουργία: Ομόλογα όργανα. Ομόλογα χρωματοσώματα.

[λόγ. < αρχ. ὁμόλογος `που συμφωνεί, αντιστοιχεί΄ & σημδ. γαλλ. homologue (στη νέα σημ.) < αρχ. ὁμόλογος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομολογουμένως [omoloγuménos] επίρρ. : όπως όλοι παραδέχονται: Ο φετινός χειμώνας ~ ήταν πολύ βαρύς.

[λόγ. < αρχ. ὁμολογουμένως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες