Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομφαλοσκόπηση η [omfaloskópisi] Ο33 : η ενέργεια του ομφαλοσκοπώ. 1. (σπάν.) η ομφαλοσκοπία1. 2. (μτφ.) η επικέντρωση όλου του ενδιαφέροντος ενός ανθρώπου στον εαυτό του με αποτέλεσμα να αδρανεί ή να αδιαφορεί για τον κοινωνικό του περίγυρο.
[λόγ. ομφαλοσκοπη- (ομφαλοσκοπώ) -σις > -ση]



