Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομοψυχία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοψυχία η [omopsixía] Ο25 : ταύτιση της ψυχικής κατάστασης, ιδίως της διάθεσης απέναντι σε κτ., η οποία χαρακτηρίζει δύο ή περισσότερους ανθρώπους· ομοθυμία: Εθνική ~. Ο λαός αντιμετώπισε με θαυμαστή ~ την ξένη επιδρομή.

[λόγ. < ελνστ. ὁμοψυχία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες