Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ομοφώνως
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ομοφώνως, επίρρ.
  • 1) Με μια φωνή,με ένα στόμα:
    • οι συγγενείς, …, ομοφώνως εκραύγαζον (Διγ. Z 1135· Νεκταρ., Ιερακοσμ. Ιστ. 380).
  • 2) Με κοινή απόφαση, με πλήρη συμφωνία απόψεων:
    • συνόδου γενομένης έκλεξαν όλοι (ενν. οι κληρικοί) ομοφώνως τον σοφότατον κύριν Γεώργιον τον σχολάριον (Ιστ. πατρ. 803).

[μτγν. επίρρ. ομοφώνως. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go