Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομορφάντρας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομορφάντρας ο [omorfándras] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ.) για όμορφο άντρα.

[ομορφ(ο)- + άντρας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες