Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοούσιος, επίθ.
-
- (Θεολ.) που έχει την ίδια ουσία, την ίδια φύση·
- (προκ. για την Αγία Τριάδα):
- (Σεβήρ., Διαθ. 1891).
- (προκ. για την Αγία Τριάδα):
- Το ουδ. ως ουσ. = (προκ. για τον Τριαδικό Θεό) η μία και κοινή ουσία, η ταυτότητα της ουσίας:
- το ομοούσιον της θεότητος και της άγιας Τριάδος το τρισυπόστατον (Κύριλλ. Κων/π. 371).
[μτγν. επίθ. ομοούσιος. Η λ. και σήμ.]
- (Θεολ.) που έχει την ίδια ουσία, την ίδια φύση·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοούσιος -α -ο [omoúsios] Ε6 : (θεολ.) για να δηλωθεί η ταυτότητα της ουσίας ανάμεσα στα τρία πρόσωπα της Aγίας Tριάδας: Ο αιρετικός Άρειος δίδασκε ότι ο Yιός δεν είναι ~ με τον Πατέρα. || (ως ουσ.) το ομοούσιο, η σχετική ιδιότητα: Tο ομοούσιο της Aγίας Tριάδας.
[λόγ. < ελνστ. ὁμοούσιος]



