Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ομογλωσσία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομογλωσσία η [omoγlosía] Ο25 : (γλωσσ.) ομάδα συγγενών γλωσσών: Iνδοευρωπαϊκή ~.

[λόγ. ομόγλωσσ(ος) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go