Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ομιχλώδης -ης -ες
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομιχλώδης -ης -ες [omixlóδis] Ε11 : 1. που έχει ομίχλη: ~ καιρός / ατμόσφαιρα. 2. (μτφ.) ασαφής: Ομιχλώδεις ιδέες.

[λόγ. < ελνστ. ὀμιχλώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go