Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ολόψυχος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ολόψυχος, επίθ.
  • (Προκ. για πρόσωπο) επιστήθιος, καρδιακός:
    • ολόψυχός μου φίλος (Λίβ. Esc. 4140).

[μτγν. επίθ. ολόψυχος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολόψυχος -η -ο [olópsixos] Ε5 : (για ψυχική ενέργεια ή κατάσταση) πολύ έντονος: Ολόψυχη αγάπη / αφοσίωση. ολόψυχα & (λόγ.) ολοψύχως ΕΠIΡΡ με όλη τη δύναμη της ψυχής: Aφοσιώνεται ~ στη δουλειά του. Σου εύχομαι ~ καλή επιτυχία.

[ελνστ. ὁλόψυχος· λόγ. < ελνστ. ὁλοψύχως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go