Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ολόρθος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ολόρθος, επίθ.· 'λόρτος· ολόρτος.
  • 1)
    • α) Που στέκεται εντελώς όρθιος, στητός:
      • ολόρθος … εστάθη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3277· Ορνεοσ. 57823
    • β) (προκ. για ζώο) που έχει ανασηκωθεί και στέκεται ακίνητο στα δυο του πόδια:
      • πατεί (ενν. η άρκος) οπίσω εις τα πόδας της και ίσταται ολόρθη (Φυσιολ. 37119· Αιτωλ., Μύθ. 48).
  • 2) (Προκ. για τα χέρια) υψωμένος, τεντωμένος προς τα πάνω:
    • σήκωνε (ενν. Μωυσή) τα χέρια σου στον ουρανόν ολόρθα (Χούμνου, Κοσμογ. 2607).
  • 3) Κάθετος προς το έδαφος, κατακόρυφος:
    • Είπ’ ο Θεός του Μωυσή … ολόρθ’ απάνω στα ψηλά να στέσει το ραβδίν του (Χούμνου, Κοσμογ. 2350· Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 145v).

[<ολο‑ + επίθ. ορθός. Ο τ. ‑ρτ‑ και σήμ. ποντ. Τ. όλ στο Du Cange. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολόρθος -η -ο [olórθos] Ε3 : (λογοτ.) με επίταση, όρθιος.

[μσν. ολόρθος < ολ(ο)- + αρχ. ὀρθός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go