Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολόγυμνος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ολόγυμνος, επίθ.· ολόγδυμνος.
  • 1)
    • α) Εντελώς γυμνός, ολόγυμνος:
      • ολόγδυμνα … όλα γεννά τα (ενν. τα παιδιά) η φύση (Φορτουν. Πρόλ. 37· Φυσιολ. (Legr.) 902
      • έκφρ. τ’ ολόγδυμνο παιδί = ο έρωτας:
        • (Ερωτόκρ. Ά 274
    • β) μισόγυμνος, που απομένει με τα εσώρουχα:
      • ολόγυμνην την έκδυσεν (ενν. ο Αχιλλεύς την κόρην) μετά λινού και μόνου (Αχιλλ. (Smith) N 1332· Ασσίζ. 4636‑7
    • γ) (συνεκδ.) που δεν έχει ρούχα να φορέσει:
      • Ρούχο δε μασε δίδουσι μηδέ καλίκωσή μας … ξυπόλυτες και ολόγδυμνες επηαίναμε μοντάρου (Φορτουν. Έ 32).
  • 2) Άοπλος:
    • με τα πολλά άρματα άτυχος τον αντρειωμένο κάνει, μα όντε μαλώνει ολόγδυμνος, τρομάρα τονε πιάνει (Ερωτόκρ. Β́ 986).
  • 3) (Μεταφ.) που έχει στερηθεί, χάσει τα πάντα:
    • να μισέψουν όλοι από την χώραν ολόγυμνοι, να μην πάρουσι τίποτας απού το πράγμαν τως (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 401· Δεφ., Λόγ. 104
    • (προκ. για τους πρωτόπλαστους):
      • (Χούμνου, Κοσμογ. 116).
  • 4) (Μεταφ. προκ. για πόλη ή κάστρο)
    • α) έρημος, που έμεινε χωρίς ανθρώπους:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 56412
    • β) λεηλατημένος, κατεστραμμένος:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3969).

[<ολο + επίθ. γυμνός. Ο τ. στο Somav. (στη λ.) και σήμ. ιδιωμ. (Ζώης, Κόμης). Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολόγυμνος -η -ο [olójimnos] Ε5 : που είναι τελείως γυμνός· θεόγυμνος.

[ελνστ. ὁλόγυμνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες