Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοφυρμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολοφυρμός ο [olofirmós] Ο17 : (λόγ.) γοερός θρήνος.

[λόγ. < αρχ. όλοφυρμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες