Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ολοτελώς
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ολοτελώς, επίρρ.
  • α) Εντελώς, τελείως:
    • (Μπερτόλδος 60
    • φλέγει (ενν. ο πόθος) ολοτελώς την όλην μου καρδίαν (Φλώρ. 1514
  • β) απόλυτα· τελειωτικά:
    • (Μαλαξός, Νομοκ. 526
    • Ειδέ και ελεγχθεί φανερώς ότι ήμαρτεν (ενν. ο ιερεύς), … καθήρεται ολοτελώς (Μαλαξός, Νομοκ. 99
  • γ) ολοκληρωτικά, ολοσχερώς, σ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη:
    • να χαλάσω τα τειχία ολοτελώς του κάστρου (Χρον. Μορ. P 8398).

[μτγν. επίρρ. ολοτελώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go